- ποζιτιβισμός
- ο(λ. λατ.), φιλοσοφική θεωρία που διδάσκει πως για κάθε γνώση πρέπει να ξεκινούμε από την εμπειρία, αλλ. θετικισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποζιτιβισμός — ο, Ν (φιλοσ.) ο θετικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. positivisme < γαλλ. positif «θετικός» + κατάλ. isme (< ισμός*)] … Dictionary of Greek
ποζιτιβιστικός — ή, ό, Ν [ποζιτιβισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποζιτιβισμό … Dictionary of Greek